επιβήτορας

επιβήτορας
ο
1. (για ζώα και ειρωνικά για ανθρώπους), αυτός που ανεβαίνει για βάτεμα, βατευτής.
2. μτφ. (εκκλησ.), αυτός που αντικανονικά ανέβηκε σε επισκοπικό θρόνο, ο σφετεριστής του θρόνου, ο επιβάτης.
3. μτφ., καθένας που αυθαίρετα κατέχει αρχή ή εξουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονοκηλώνιος — ὀνοκηλώνιος, ὁ (Μ) ο αρσενικός όνος, ο επιβήτορας όνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κήλων «επιβήτορας»] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αναβάτης — ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. τρια) [ἀναβαίνω] 1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου 2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης νεοελλ. (για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας …   Dictionary of Greek

  • ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… …   Dictionary of Greek

  • καπρί — το 1. ο επιβήτορας χοίρος 2. (για άνδρες και γυναίκες) ο αχαλίνωτος στα σαρκικά πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καπρίον, υποκορ. τού κάπρος] …   Dictionary of Greek

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κουρβιάρης — κουρβιάρης, ὁ (Μ) [κούρβα] επιβήτορας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”